- σεληνιακός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται στη σελήνη· «σεληνιακός μήνας», χρονική περίοδος 28 ημερών· «σεληνιακό έτος», δώδεκα σεληνιακοί μήνες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σεληνιακός — lunar masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεληνιακός — ή, ό / σεληνιακός, ή, όν, ΝΜΑ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Σελήνη («σεληνιακό φως») νεοελλ. αρχ. (φρ) «σεληνιακός μήνας [ή μήν]» το χρονικό διάστημα που αντιστοιχεί σε μία πλήρη περιστροφή τής Σελήνης γύρω από την Γη νεοελλ. φρ. α)… … Dictionary of Greek
σεληνιακά — σεληνιακός lunar neut nom/voc/acc pl σεληνιακά̱ , σεληνιακός lunar fem nom/voc/acc dual σεληνιακά̱ , σεληνιακός lunar fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεληνιακῶν — σεληνιακός lunar fem gen pl σεληνιακός lunar masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεληνιακόν — σεληνιακός lunar masc acc sg σεληνιακός lunar neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεληνιακαῖς — σεληνιακός lunar fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεληνιακαί — σεληνιακός lunar fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεληνιακοῖς — σεληνιακός lunar masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεληνιακοί — σεληνιακός lunar masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεληνιακοῦ — σεληνιακός lunar masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)